2 ἐνδεύω
• Alolema(s): ép. ἐνιδ- ISmyrna 522(b).9 (II/I a.C.)


1 mojar, empapar c. dat. instrum. πατρὸς κόλπους ἐνιδεύσας αἵματος ... νοτίσιν ISmyrna l.c., en v. med. mismo sent. (λάχνην) βάμματι Nic.Al.414, en v. pas. τὰ σιτία ἐνδεδευμένα τῷ τοιούτῳ χυμῷ Aët.9.10.

2 empapar de, impregnar fig. διὰ τῆς παιδείας ... ἐνέδευσε τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων τοὺς νόμους Plu.Comp.Lyc.Num.4.